- διαβιῶσα
- διαβιάζομαιpenetratefut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβιώσας — διαβιώσᾱς , διαβιάζομαι penetrate fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) διαβιώσᾱς , διαβιάζομαι penetrate fut part act fem gen sg (doric) διαβιώσᾱς , διαβιόω live through aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαβιώσᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιώσασα — διαβιώσᾱσα , διαβιόω live through aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαβιώσᾱσα , διαβιόω live through aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιώνω — διαβίωσα, περνώ τη ζωή μου κάτω από ορισμένες συνθήκες: Οι άνθρωποι των παραγκουπόλεων διαβιώνουν με τρόπο άθλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)